Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σταχυάζω — Ν [στάχυ] σχηματίζω στάχυ, αρχίζω να ωριμάζω … Dictionary of Greek
στάχυασμα — το, Ν [σταχυάζω] ο σχηματισμός σταχιού, το αρχικό στάδιο τής ωρίμασης … Dictionary of Greek